ακτή

ακτή
Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά εξαιτίας της ενέργειας του κύματος, των παλιρροϊκών ρευμάτων κλπ. Η κάθετη και οριζόντια κατανομή των α. ποικίλλει σημαντικά στις διάφορες περιοχές της Γης και εξαρτάται από τη σύσταση, τη δομή και τη μορφολογία των πετρωμάτων που τις αποτελούν, από τις τεκτονικές κινήσεις που επέδρασαν σε αυτές (κάποτε μάλιστα και από βραδείες, ανοδικές ή καθοδικές, ηπειρογενετικές κινήσεις, που οφείλονται σε δυναμικά αίτια) και σε μικρότερη κλίμακα από την επίδραση των υδάτων. Γενικά, η κατά το οριζόντιο επίπεδο διαμόρφωση της ζώνης που καθορίζει τις α. δεν είναι ευθύγραμμη, αλλά παρουσιάζει τυχαίες προεξοχές, ώστε το μήκος της ακτογραμμής μεταξύ δύο σημείων να είναι πολύ μεγαλύτερο από την κατευθείαν απόστασή τους. Ανάλογα με τη διαμόρφωση που παρουσιάζουν κατά την οριζόντια έννοιά τους, οι α. είναι δυνατό να διακριθούν βασικά σε ομοιόμορφες ή συνεχείς και σε διατεμνόμενες ή αρθρωτές. Η κατά την κάθετη έννοια διαμόρφωση των α. διαφέρει από την οριζόντια, αλλά για να καθοριστεί το είδος της α. είναι αναγκαίο να συσχετιστούν και οι δύο έννοιες. Έτσι οι α. διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: σε υψηλές που έχουν σχηματιστεί είτε από τις προεξοχές του ανάγλυφου της στεριάς είτε από ορεινούς ή λοφώδεις παράκτιους σχηματισμούς, και σε χαμηλές α. που έχουν σχηματιστεί σε παραλιακές περιοχές, περίπου επίπεδες σε όλη την έκτασή τους. Τις ελληνικές α. μπορούμε γενικά να τις κατατάξουμε στις διατεμνόμενεςακρωτηριάζουσες (δαντελωτές). Στη διαμόρφωσή τους συνέβαλαν σημαντικά οι έντονες τεκτονικές κινήσεις, οι διαρρήξεις που επακολούθησαν και οι βραδείες καθοδικές και ανοδικές κινήσεις (οι τελευταίες μάλιστα επενεργούν και σήμερα)· η επίδραση της θάλασσας και των ποταμών ή χειμάρρων δημιούργησε ύστερα ποικιλία α. εναλλασσόμενων τύπων. Έτσι π.χ. από το φαληρικό Δέλτα έως το Νέο Φάληρο έχουμε χαμηλή αμμώδη α., ενώ η συνέχειά της από Καστέλλα–Μικρολίμανο και σε όλο το μήκος της Πειραϊκής χερσονήσου είναι α. ψηλή και σε πολλά σημεία απόκρημνη. Το ίδιο στον Μαραθώνα: η α. έως το ακρωτήριο Μαραθώνα είναι χαμηλή και αμμώδης· από το ακρωτήριο και προς βόρεια γίνεται ψηλή και σε αρκετές περιπτώσεις απόκρημνη. Οι ψηλές α. διακρίνονται σε τρεις τύπους: α) Φιόρδ, όπου γενικά ανήκουν τα νορβηγικά φιόρδ (και οι ανάλογες μορφές της νότιας Χιλής, που είναι οι μεγαλοπρεπέστερες στον κόσμο), τα φιόρδ της Σκοτίας (firths), της Σουηδίας (harden) και της Δανίας (fiorden). Όλα αυτά σχηματίστηκαν από την ενέργεια των παγετώνων –που κάλυπταν τις περιοχές αρχικά– και τη βαθμιαία κατόπιν εισβολή της θάλασσας εξαιτίας καθοδικών κινήσεων. Α. που σχηματίστηκαν επίσης από βραδείες καθοδικές κινήσεις και εισβολή της θάλασσας και οι οποίες μοιάζουν με τα φιόρδ είναι οι δαλματικού τύπου επιμήκεις α., τα κανάλια της Ιστρίας, και τα ισπανικά ρίας (Γαλικία), που έχουν πολλές διακλαδώσεις και μήκος πολλών χιλιομέτρων. β) Α. απόκρημνες, ψηλές και ομοιόμορφες (γαλλικά falaise), με πρανή που φτάνουν σχεδόν την ορθή γωνία με το οριζόντιο επίπεδο, χαρακτηριστικές της Βρετάνης και των αγγλικών παραλίων της Μάγχης (βλ. παρακάτω). γ) Α. φιλανδικού τύπου skier, με πολυάριθμους βράχους και νησίδες κοντά στην α. Χαρακτηρίζουν περιοχές πρόσφατων καταβυθίσεων, που διαμορφώθηκαν από τους παγετώνες. Οι α. του τύπου αυτού οφείλουν την ονομασία τους στη Φιλανδία, χώρα όπου το συγκεκριμένο φαινόμενο βρίσκεται σε έξαρση. Οι χαμηλές α., μπορούν να διακριθούν στους εξής τύπους: α) Α. ευθύγραμμες και αμμώδεις, που χαρακτηρίζονται από τη μικρή κλίση του πρανούς με την οποία αυτό βυθίζεται στο νερό. Συχνά, σε μικρή απόσταση από την ξηρά εμφανίζονται βαθμιαία λωρίδες ή τράπεζες άμμου, που συνδέονται κατά τις άκρες τους με την ξηρά σχηματίζοντας παραλίες (γιαλούς), λιμνοθάλασσες, κοιλάδες κλπ. β) Α. εκβολών ποταμών (δέλτα), που σχηματίζονται από τη μεταφορά και απόθεση υλικών ενός υδάτινου ρεύματος (ποταμού ή χειμάρρου) στην εκβολή του. Τα σχήματα των δέλτα ποικίλλουν· μπορεί να έχουν τη μορφή ενός μόνο στομίου, όπως π.χ. των ποταμών Γκουανταλκιβίρ και Γκουαντιάνα, ή να είναι πολυσχιδή, όπως του Μισισιπή. Τα δέλτα των ελληνικών ποταμών είναι γενικά του ενός στομίου και μόνο του Έβρου είναι πολυσχιδές. γ) Α. τεναγών ή ελών, που σχηματίζονται από την παραμονή υδάτων σε διάφορα σημεία της παραλιακής ζώνης. Έχουν μικρό βάθος, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους και δίνουν την εντύπωση ελωδών εκτάσεων. δ) Α. οργανικής προέλευσης (μαδρεπόριοι). Η παραλία αποτελείται τότε από αποικίες διαφόρων οργανισμών, που έχουν απολιθωθεί εξαιτίας της έκκρισης και απόθεσης αλάτων ασβεστίου, όπως π.χ. οι κοραλλιογενείς νήσοι, ή πυριτίου. Μερικές φορές σχηματίζονται μακρύτερα από τις α., μέσα στη θάλασσα, ύφαλοι κοραλλιογενείς, που λέγονται φράκτες γιατί προστατεύουν τις α. Ένα είδος α. που μπορεί να ανήκει και στις ψηλές και στις χαμηλές είναι οι αμμώδεις α. των ποταμόκολπων που σχηματίζονται κοντά στο στόμιο ενός ποταμού και βρέχονται μόνο κατά την παλίρροια (ποταμόκολποι)· συνήθως είναι μάλλον χαμηλές, εφόσον δεν σχηματίζονται φιόρδ στην εκβολή των υδάτινων ρευμάτων. Οι διάφοροι τύποι α. επιδρούν αποτελεσματικά στις γύρω περιοχές και στην ενδοχώρα. Οι ψηλές και αρθρωτές α. είναι συνήθως ευλίμενες, ενώ οι απόκρημνες είναι ευλίμενες μόνο εφόσον υπάρχουν ποταμόκολποι. Οι χαμηλές α. ή τα δέλτα σχηματίζουν λιμάνια κατά προτίμηση στο εσωτερικό. Οι ομοιόμορφες, αμμώδεις και χαμηλές α. είναι ακατάλληλες για τη ναυσιπλοΐα, παρουσιάζουν όμως τουριστικό ενδιαφέρον και προσφέρονται για τη χάραξη παράκτιων δρόμων. Οι τελματώδεις και χαμηλές α. είναι γενικά ακατάλληλες για οποιασδήποτε μορφής εκμετάλλευση, παρά μόνο από ορισμένες μορφές τοπικής αλιείας, όπως συμβαίνει π.χ. στο τέλμα του Μεσολογγίου. απόκρημνη α.Τύπος α. ψηλής και ομαλής, συχνά συνεχούς, που οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια της θάλασσας και του ανέμου πάνω σε πετρώματα με οριζόντια ή σχεδόν οριζόντια στρώση. Συνήθως παρουσιάζει την όψη ενός κατακόρυφου πρανούς πάνω από τη θάλασσα, που μοιάζει με τείχος αρκετά ψηλό και μπορεί να καταρρεύσει απότομα και να παρασυρθεί από το νερό (οπότε η ακτογραμμή υποχωρεί συνεχώς) ή καταρρέει με αργό ρυθμό πάνω σε μια αμμώδη παραλία μάλλον πλατιά, η οποία προφυλάσσει σχετικά την α. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον η παλίρροια έχει αισθητή διακύμανση στάθμης, η παραλία αυτή αποτελείται από δυο κλιμακωτά επίπεδα, που αντιστοιχούν στο ανώτερο και κατώτερο επίπεδο της στάθμης των υδάτων. Οι α. αυτές είναι δυνατό να παρουσιάζουν διάφορες προεξοχές σε σχήματα πύργων, πυραμίδων, σκοπέλων, φυσικών αψίδων κλπ., αποτελέσματα πάντοτε της διαβρωτικής ενέργειας του ανέμου και της θάλασσας. Οι απόκρημνες α. παρατηρούνται συχνότερα σε παράλιες περιοχές με ασβεστολιθικά πετρώματα, όπως στη Νορμανδία, δεν λείπουν όμως και από περιοχές με μαργαϊκά πετρώματα (Καλβαντός Γαλλίας) ή ψαμμιτικά (Β. Ορκάδες και Σέτλαντ της Μ. Βρετανίας). Aεροφωτογραφία ακτής της δυτικής Ελλάδας. Οι χαμηλές ακτές είναι συνήθως αμμώδεις. Η εικονιζόμενη βρίσκεται στη δυτική Γαλλία. Τεναγώδης ακτή κοντά στο Καλμάρ της Σουηδίας (φωτ. Sef). Ένα τμήμα αποκρημνης ακτής στην περιοχή της γαλλικής Βρετάνης (φωτ. Fortis). Ακτή στη Σκιάθο Απόκρημνη ακτή στη Νορμανδία με κατακόρυφη δομή.
* * *
(I)
η (Α ἀκτή) (Ν και αχτή)
ζώνη επαφής μεταξύ τής ξηράς, τού αέρα και τής θάλασσας, παραλία, ακροθαλασσιά
αρχ.
1. ακρωτήριο
2. (για ποταμό) απόκρημνη όχθη
3. τμήμα γης που εισχωρεί βαθιά στη θάλασσα, χερσόνησος
4. άκρη, κορυφή κάθε χωμάτινου ή αμμώδους σωρού που μοιάζει με παραλία
5. φρ. «ἀκταί, προβλῆτες», αντίθ. τού λιμήν*
«βώμιος ἀκτή», βωμός, θυσιαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική κυρίως λέξη, γι' αυτό και η χρήση της στην αττική πεζογραφία είναι περιορισμένη. Χρησιμοποιείται συνήθως στον Όμηρο, στους τραγικούς και στον Ηρόδοτο. Χρησιμοποιήθηκε ακόμη και ως γεωγραφικός όρος («ακρωτήριο-χερσόνησος»). Αρχικά η λ. σήμαινε την «απότομη, βραχώδη άκρη (τής θάλασσας)» (πρβλ. και τα επίθ. προύχουσα, τρηχεῖα, ὑψηλή που χαρακτηρίζουν τη λ. στον Όμηρο), σημ. που διατηρήθηκε και μετέπειτα («προεξοχή, άκρη, γωνιά»). Ετυμολογικά σήμερα γίνεται ευρύτερα αποδεκτή η σχέση τής λ. με τη ρίζα άκ- «αιχμηρός, μυτερός» (βλ. λ. ακ-), ενώ η παλαιότερη, παρετυμολογική περισσότερο, συσχέτιση τής λ. με το ρ. (F) ἄγνυμι (ακτή, το μέρος όπου σπάζουν τα κύματα τής θάλασσας) έχει πλέον παραμεριστεί και για τον βασικό λόγο ότι η λ. ακτή δεν είχε ποτέ δίγαμμα (F).
ΠΑΡ. αρχ. ἀκτάζω, ἀκταῖος, ἄκτιος, ἀκτίτης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκταιωρός
νεοελλ.
ακτογραμμή, ακτόδρομος, ακτοπλοΐα, ακτοπλοώ, ακτοφρουρά, ακτοφρουρός].
————————
(II)
ἀκτή, η (Α)
1. ποιητική λέξη για τα δημητριακά και ειδικότερα το σιτάρι ή το χοντροαλεσμένο σιτάρι
2. σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. προέλευσης. Η σχέση της με το σανσκρ. aśnati «τρώω» είναι αμφίβολη. Πρόκειται για αρχαία λ. που διασώθηκε λόγω τής συνδέσεως της με τη λατρεία τής «τροφού Δήμητρας». Από τις ομηρικές φράσεις όπου απαντά (πρβλ. Δημήτερος ἀκτήν, ἀλφίτου ἱεροῦ ἀκτήν, ἀλφίτου ἀκτή) είναι φανερό πως η λ. ακτή δεν σήμαινε «αλεύρι», εφόσον είχε ως συμπλήρωμα τη λ. ἄλφιτον «κριθάρι». Ακόμη στον Ησίοδο η λ. συσχετίστηκε με το αλώνισμα, ενώ στον Ησύχιο η λ. ἀκτή ερμηνεύεται ως «τροφή»].
————————
(III)
ἀκτῆ, η (Α)
συνηρημένος τύπος τής λέξης ἀκτέα*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀκτῇ — Ἀκτή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκτή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτή — headland fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτῇ — ἀκτάζω banquet on the shore fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀκτάζω banquet on the shore fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀκτέα elder tree fem dat sg (attic epic ionic) ἀκτή headland fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ακτή των Πειρατών — Παράκτια περιοχή του Περσικού κόλπου μεταξύ της χερσονήσου του Κατάρ στα Δ και της χερσονήσου Μουσάνταμ (ακρωτήριο Ομάν) στα Α, η οποία αντιστοιχεί στην ακτή των Hνωμένων Αραβικών Εμιράτων …   Dictionary of Greek

  • ακτή — η παραλία, ακρογιαλιά: Οι ακτές που έχουν αμμουδιά γεμίζουν κόσμο το καλοκαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκτῆ — ἀκτέα elder tree fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ακτή Νέων Κερδυλίων — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 75 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βισαλτίας του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμφίπολης …   Dictionary of Greek

  • Ακτή Ύδρας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 37 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ερμιονίδας του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερμιόνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”